ἀπουσία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπουσία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπουσία ἡ, λόγ. σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπουσία.
Σημασιολογία
1)Τὸ νὰ μὴ εἶναί τις παρών, τὸ νὰ μὴ προσέρχεταί τίς που: Μᾶς λύπησε ἡ ἀπουσία σας. 2)Εἰς τὴν σχολικὴν γλῶσσαν ἡ μὴ προσέλευσις μαθητοῦ ἢ καθηγητοῦ εἰς τὸ μάθημα: Ὁ δεῖνα κάνει πολλὲς ἀπουσίες. Ἔβαλε ὁ δάσκαλος τοῦ δεῖνα ἀπουσία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA