ἀποϋστερινὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποϋστερινὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποϋστερινὸς ἐπίθ. ἀποϋστερινὰ τά, Κρήτ. ἀποστερ’νὰ Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. ὑστερινός.

Σημασιολογία

1)Πληθ. οὐσ., τὸ τέλος, τὰ τελευταῖα: Τ’ ἀποϋστερινὰ τοῦ ἀθρώπ’ αὐτουνοῦ θέλω νὰ δῶ τὸ πῶς θὰ καταdήσῃ Κρήτ. Τ’ ἀποστερ’νά του νὰ δοῦμε Μάν. 2)Ἐπιρρηματ., κατόπιν Πελοπν. (Μάν.): Ἀποστερ’νὰ ποῦ θὰ πᾶς-τί εἶπες-τί ἔκαμες; κττ. Ἀποστερ’νὰ ἤρθανε γελῶντα καὶ τραγουδῶντα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποΰστερα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/