ἀποκέρωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκέρωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκέρωμα τό, ΙΚονδυλάκ. Πρώτη ἀγάπ. 39

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκερώνω.

Σημασιολογία

Ὠχρίασις: Τὸ ἀποκέρωμα τοῦ προσώπου της. Συνών. κιτρίνισμα, χλόμιˬασμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/