ἀποκερώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκερώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκερώνω Θρᾴκ. Κάρπ. Σῦρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κερώνω.

Σημασιολογία

Γίνομαι ὠχρὸς ὡς κηρός, ὠχριῶ καθ’ ὑπερβολὴν ἔνθ’ ἀν.: ᾽Αποκέρωσεν ὁ κακομοίρης Σῦρ. || ᾎσμ. Θωρεῖς ἐκεῖνον τὸ χλομό, τὸν ἀποκερωμένο, ὁποῦ φορεῖ ᾿ποκάμισο ᾿ς τὸ αἷμα βουτημένο, ἐκεῖνος εἶν᾿ τὸ τέκνο σου κ᾽ ἐμᾶς ὁ δάσκαλός μας Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/