ἀποχάλαμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχάλαμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποχάλαμαν τό, Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχαλῶ, παρ’ ὃ καὶ ἀποχαλάνω.

Σημασιολογία

Κλαυθμὸς ἰσχυρὸς ἰδίᾳ παιδίου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/