ἀποφαγούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφαγούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποφαγούρι τό, ἀμάρτ. ἀποφαούρι Ἤπ. ἀπουφαούρι Στερελλ. (Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀποφάγει, δι’ ὃ ἰδ. ἀποφάει, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούρι.
Σημασιολογία
Συνήθως πληθ., ἀποφάει 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Δὲν τρώου τ’ ἀπουφαούριˬα ’γώ! Ἀκαρναν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA