ἀποχαλαρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχαλαρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχαλαρώνω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀποχαλερώνω Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χαλαρώνω.
Σημασιολογία
Χαλαρῶ ὁλοτελῶς ἢ ἀρκούντως ἔνθ’ ἀν.: Ἐπεχαλάρωσα τὸ ζωνάρι μ’ Χαλδ. Συνών. ἀχαμνίζω, ξεσφίγγω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA