ἀποκινῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκινῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκινῶ Θήρ. κ.ἀ. ᾽ποτσινῶ Κάλυμν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποκινῶ.

Σημασιολογία

1) Ἑτοιμάζω, παρασκευάζω τινὰ πρὸς ἀναχώρησιν Θήρ.: ᾽Ακόμα δὲν ἐποκίνησες τὸ γιˬό σου; 2) ᾽Αναχωρῶ Κάλυμν.: Τσουρμαίνει τὸ παλληκαρόπουλλο μὲ μιˬὰ σκάφη τσαὶ ᾿ποτσινᾷ γιὰ τὴν Τρίπολι (ἐκ διηγ.) Ἡ σημ. καὶ μεταγν. ’Ιδ. Πολυαίν. 1,43,2 «ἤν ἀποκινήσῃς νύκτωρ, ἐνέδραις ἐμπίπτεις καὶ λόχοις» (περὶ μετασταθμεύσεως στρατοπέδου). Συνών. κινῶ, ξεκινῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/