ἀποκκούμπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκκούμπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποκκούμπα ἡ, Ἤπ. ἀπουκκούμπα Ἤπ. Θεσσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκκουμπῶ.
Σημασιολογία
1) Τὸ μέσον ἢ ὁ τόπος ὅπου τις στηρίζεται, ὑποστήριγμα ἔνθ’ ἀν. Συνών ἀκκούμπιˬο 1, ἀκκουμπίστρα 1, ἀνακκούμπι 1, ἀποκκούμπημα 2, ἀποκκούμπι Α1, ἀποκκουμπίδι 1. 2) Μεταφ. καταφύγιον, προστασία ἔνθ᾽ ἀν.: Βρῆκα ἀπουκκούμπα Θεσσ. Συνών. ἀκκούμπιˬο 2, ἀποκκούμπημα 3, ἀποκκούμπι Β1, ἀποκκούμπισι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA