ἀποφανεύομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφανεύομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφανεύομαι ἀμάρτ. ’ποφανεύγομαι Εὔβ. (Κονίστρ.) Σύμ. ’ποναφεύγομαι Σύμ. Μετοχ. ἀποφανεμένος Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀποφάνε͜ια<ἀποφαίνομαι.

Σημασιολογία

Ἐπιδεικνύομαι, καυχῶμαι ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Γρϊὰ κιˬ ἂν ’ποφανεύγεται, | ’ς τ’ ἀνήφορον γρωνίζ-ζεται (εἰς τὰς δυσκόλους περιστάσεις φαίνεται ἡ πραγματικὴ ἀξία) Σύμ. Συνών. ἀποφαίνομαι 2, ἀποφανίζομαι (ἰδ. ἀποφανίζω 2). Μετοχ. 1)Μεγαλοπρεπὴς Κάρπ.: ᾎσμ. Χριστέ μου, νὰ προυάλ-λασι σεράντ’ ἀρματωμένοι νὰ φέρουν τὴν κανακαρεˬάν, τὴν ἀποφανεμένην (προυάλ-λασι=προέβαλλον, ἀνεφαίνοντο). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποφανᾶτος 2. 2)᾿Επίσημος Κάρπ.: ᾎσμ. Ὡς εἶν’ ἡ πρώτη τοῦ Μαιˬοῦ μέρ’ ἀποφανεμένη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/