ἀπόχαρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόχαρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόχαρα ἡ, Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) Χίος-Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. χαρά.

Σημασιολογία

1)Στέρησις, ἔλλειψις χαρᾶς, λύπη, ἀπογοήτευσις Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) Χίος-Λεξ. Βλαστ.: Ἡ χαρὰ ἐγέν’τον ἀπόχαρα Τραπ. || Φρ. Χαρὰ χαρὰ κιˬ ἀπόχαρα (ὅταν χαίρῃ τις καὶ ἔπειτα ἀπογοητεύεται) Χίος. 2)Ματαίωσις χαρᾶς, ἤτοι γάμου Πόντ. (Χαλδ.): Θὰ ἐγυναίκιζεν κ’ ἐέντον ἀπόχαρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/