ἀποχαραγῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχαραγῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀποχαραγῆς ἐπίρρ. Πάρ. Πελοπν. (Μάν. Τρίκκ. Τριφυλ. κ.ἀ.)-Λεξ. Κορ. ἀποχαραῆς Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Οἰν.) ἀπουχαραῆς Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’ποχαραγῆς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Ὄρ.) ’ποχαραῆς Εὔβ. (Ὄρ.) ’πουχαραῆς Εὔβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς φρ. ἀπὸ χαραγῆς.
Σημασιολογία
1)Μετὰ τὸ χάραγμα τῆς μυλόπετρας ἢ μὲ νεωστὶ χαραγμένας τὰς μυλόπετρας ἔνθ’ ἀν.: Ὁ μύλος εἶναι ἀποχαραγῆς Κεφαλλ. Μάν. κ.ἀ. Ἔρριξε τὸ γέννημα ἀποχαραῆς. Οὑ μύλους εἶνι ἀπουχαραῆς κὶ δὲ φκει͜άν’ καλὸ ἀλεύρ’ Αἰτωλ. 2)Μετὰ τὸν χρόνον καθ’ ὃν χαράζουν ἢ χαρακώνουν τὰς σταφιδαμπέλους ἀφαιροῦντες ἐκ τοῦ κορμοῦ δακτυλιοειδῆ φλοιὸν διὰ κοπτεροῦ ἐργαλείου Πελοπν. (Τριφυλ.): Φρ. Ἀποχαραγῆς! (ἐπὶ πάσης ἐργασίας ἀναβαλλομένης νὰ ἐκτελεσθῇ μετὰ τὸ χαράκι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA