ἀποκλάνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκλάνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκλάνω ἀμάρτ. ἀποκλάν-νω Καλαβρ. (Μπόβ) Μέσ. ἀποκλάσκομαι Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κλάνω.

Σημασιολογία

1) Κλῶ, θραύω, διακόπτω Καλαβρ. (Μπόβ) 2) Ἑτοιμάζομαι νὰ κλάσω Πόντ. (Οἰν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/