ἀποχαράκωμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχαράκωμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποχαράκωμαν τό, Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχαρακώνω.

Σημασιολογία

Τὸ μειδίαμα δι’ ἡμιανοιγμένων χειλέων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/