ἀποκλειδώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκλειδώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκλειδώνω Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ᾽ποκλειδώνω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κλειδώνω.
Σημασιολογία
1) ᾽Ανοίγω μὲ τὸ κλειδί, ξεκλειδώνω ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εποκλείδωσα τὴν πόρτα Ὄφ. ᾿Εποκλειδῶθεν τ᾿ ὁσπίτ’ Τραπ. Συνών. ξεκλειδώνω. 2) Λύω Κύπρ.: ᾎσμ. Μόν’ τὸ ζωνάριν ’ποῦ φορεῖς θέλω νὰ μοῦ χαρίσῃς. -Παρακαλῶ σε, μάισσα, εἶντα βαθεˬὰ μὲ πιάν-νεις; ’Ποκλείδωσέν το ’ποὺ τὴν κόξαν του, χαμαὶ τῆς τὸ πετάσ-σει. 3) Μεταφ. ἐπὶ τῶν χειρῶν ἢ ποδῶν, πάσχω ἀγκύλωσιν, πιάνομαι Πόντ. (Χαλδ.): ᾽Επεκλειδῶθαν τὰ έρ ᾽τ᾽.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA