ἀποχαρβάλωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχαρβάλωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποχαρβάλωμα τό, Πελοπν. (Μάν.)-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχαρβαλώνω.
Σημασιολογία
1)Πλήρης διάλυσις, ἀποσύνθεσις Λεξ. Δημητρ. Συνών. ξεχαρβάλωμα. 2)Ἀποχαύνωσις Πελοπν. (Μάν.): Μ’ ἔχει πιˬάσει κἄτι σήμερα σὰν ἀποχαρβάλωμα. 3)Μεταφ. ἠθικὸς ἐκπεσμὸς Πελοπν. (Μάν): Περίμενε καὶ θὰ τὸ ἰδῇς λήγορα τ’ ἀποχαρβάλωμά του. Ἀρχίσανε τ’ ἀποχαρβαλώματα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA