ἀποκλειστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκλειστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποκλειστὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μεσσ.) ἀπουκ’στὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀπόκλειστος ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,21.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπίθ. ἀπόκλειστος.
Σημασιολογία
1) ᾽Αποκλειστικός͵ ὃ ἰδ., Θράκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μεσσ.): ᾽Απόκρϊὲς ἀποκλειστὲς (χειμωνιάτικες, βροχερὲς) Κάμπος Λακων. || Γνωμ. Χριστούγεννα χριστόχιˬονα, Φῶτα φωτεινά, ’Αποκρϊὲς ἀποκλειστές, Λαμπρὴ καλοβρεμένη, εἶναι ὁ χρόνος ὁ καλὸς (δηλ. εἶναι εὐφορία καρπῶν) Μεσσ. 2) Κλειστὸς ΚΚρυσταλλ ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Εἶναι παλάτι ἐρημικὸ κιˬ ἀπόκλειστο ἡ καρδιˬά μου, μαρμαρωμένον βασιλεˬὰ βαστάει τὸν ἔρωτα μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA