ἀποκλείστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκλείστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποκλείστρα ἡ, Κάρπ. Κρήτ. (Ρέθυμν.) Κύθηρ. Σέριφ. Σῦρ. -Μποὲμ ᾿Αγριολούλ. 110 -Λεξ. Αἰν. ἀπουκλείστρα Ἴμβρ. Μακεδ. (Βλάστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Αρτοτ. Εὐρυταν.) ᾿ποκλείστρα Χάλκ. ἀποκλείστριˬα Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκλείω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –τρα.
Σημασιολογία
1) Χῶρος περίκλειστος, περίφρακτος, ὅπου περιορίζονται ζῷα ἰδίᾳ βοσκήματα εἴτε πρὸς διανυκτέρευσιν εἴτε πρὸς ἀπομόνωσιν κττ. Κύθηρ. Χάλκ Σῦρ. -Λεξ. Αἰν. Συνών. ἀποκλειστῆρα, μάντρα. β) Ὁ πρὸ τῶν ἀγροτικῶν οἰκιῶν περίκλειστος χῶρος Σῦρ. γ) Φράγμα σχήματος γωνίας πρὸ τῆς θημωνιᾶς καὶ τῆς παρ᾽ αὐτὴν καλύβης Σῦρ. δ) ᾽Αγρὸς περίφρακτος πρὸς νομὴν βοσκημάτων Σέριφ. 2) Τόπος ἀδιέξοδος Σκῦρ. -Μποὲμ ἔνθ᾿ ἀν.: Δὲ θὰ πατοῦσε ποδάρι Τούρκου ᾿ς ἐκείνη τὴν ἀποκλείστρα Μποὲμ ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Απουκλείστρα Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Αρτοτ. Εὐρυταν.) ’Αποκλεῖστρες Κάρπ. Σκῦρ. 3) Κακόγλωσσος γυνή, ἡ οἱονεὶ ἐξαναγκάζουσα τὰς γυναῖκας νὰ μὴ ἐξέρχωνται ὑπὸ φόβου Κρήτ. (Ρέθυμν.): Αὐτὴ εἶναι ἀποκλείστρα τῆς γειτονιˬᾶς. 4) Ἡ ζῶσα βίον μονήρη γυνή, ἡ ἀκοινώνητος Μακεδ. (Βλάστ.): Εἶνι ἀποκλεῖστρις αὐτές, θέλουν νὰ κλε͜ιοῦντι σπίτ’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA