ἀποκληρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκληρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκληρώνω λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποκληρῶ.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τινα ἀπόκληρον, ἀποκλείω τῆς κληρονομικῆς μερίδος, ἀποκηρύττω: Τὸν ἀποκλήρωσε ὁ πατέρας του. Εἶναι ρέμπελος καὶ τὸν ἔχει ὁ πατέρας του ἀποκληρωμένο κοιν. Συνών. ἀποπαιδίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA