ἀποκλώθω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκλώθω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκλώθω Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. ᾿ποκλώθω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κλώθω.

Σημασιολογία

1) Τελειώνω τὸ κλώσιμον, ἀπογνέθω Λεξ. Αἰν. κ.ἀ. 2) Κλώθω, συστρέφω Καλαβρ. (Μπόβ.) β) Μεταφ. Ἐπιστρέφω, ἐπανέρχομαι Καλαβρ. (Μπόβ.) 3) Διαλύω τὸ κεκλωσμένον, ἐπὶ νήματος Κύπρ. Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ’Πόκλωσέ το, γιˬατὶ ἔκλωσές το πολ-λὰ Κύπρ. ᾿Επεκλῶστεν τὸ ράμμαν κ᾽ ἐκόπεν Χαλδ. Συνών. ξεγνέθω, ξεκλώθω, ξεστρίβω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/