ἀποφυσητὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφυσητὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποφυσητὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ’ποφυσητὸς Κύπρ. ’ποφυσιστὸς Κύπρ.

Ετυμολογία

᾽Εκ τοῦ ρ. ἀποφυσῶ. Ὁ τύπ. ’ποφυσιστὸς ἀναλογικῶς πρὸς τὰ ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. παράγωγα.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἐκφυσώμενος ὑποκώφως, ἀθορύβως, συνήθως ἐπὶ πορδῆς: Ἔν’ ’ποφυσητὸν ποῦ μᾶς ἔβκαλεν τὸν πόρτον. Ἔβγαλέν τον ’ποφυσιστόν. Συνών. ξεφουσκιστός. 2)Οὐσ., πορδὴ ἐκφυσωμένη ὑποκώφως: Τοῦτ’ ἡ βρόμα ἔβκην ’ποὺ κἀνέναν ’ποφυσητόν. Συνών. ξεφουσκιστὴ (ἰδ. ξεφουσκιστός), φουτή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/