ἀποκλωστοκόβω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκλωστοκόβω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκλωστοκόβω ἀμάρτ. ἀποκλωστοκόβγω Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κλωστοκόβω.

Σημασιολογία

Τελειώνω τὸ κλωστόκομμα, τὴν ἀποκοπὴν ἐκ τοῦ ὑφάσματος τῶν ἐκ τῆς συνδέσεως τοῦ ἀποκοπτομένου κατὰ τὴν ὕφανσιν στήμονος περισσευουσῶν κλωστῶν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/