ἀπόκνεˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκνεˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόκνεˬασμα τό, ἀμάρτ. ᾿πόκνεˬασμαν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκνεˬάζομαι.

Σημασιολογία

Ἡ ἔκτασις τῶν μελῶν τοῦ σώματος ἕνεκα ὄκνου, σκορδίνημα: Οὕλ-λο μοῦ ἔρκονται σήμ-μερα ’ποκνεˬάσματα. ᾽Εσοὺ νὰ πάς χάψιν νὰ χορτάσῃς ὕπνον ταὶ ᾿πόκνεˬασμαν. Συνών. ἀνακλαδητό, ἀνακλάδισμα, ἀνακλαδισμάρα, ἀνακλάρισμα, *ἀνακλονητό, *ἀνακλονητούρα, *ἀνακλόνισμα, *ἀνακλονισμός, τάνυσμα, τανυτό, τέντωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/