ἀποκόβω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκόβω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκόβω, ἀποκόφτω Δαρδαν. Καππ.(Σινασσ.) Κέρκ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Σῦρ. κ.ἀ. ἀπουκόφτου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. ('Αδριανούπ. Μάδυτ.) Λέσβ. Μακεδ. (Σιάτ.) ἀπικόφτου Λῆμν.’ ᾿ποκόφτω Προπ. (᾿Αρτάκ.) κ.ἀ. ᾿πεκόφτω Καππ. (Σινασσ.) ᾿πικόφτου Θρᾴκ. (Αἶν.) Σαμοθρ. ἀποκόβω κοιν. ἀπουκόβου βόρ. ἰδιώμ. ἀποκόβγω Κάρπ. Κρήτ. Κύθν. Μέγαρ Νάξ. (᾿Απύρανθ. Βόθρ. Γαλανᾶδ. Σαγκρ.) ἀποκόβκω Κύπρ. Χίος ἀπουκόβγου Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Μακεδ (Σισάν.) ἀπουκόφγου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀπικόβου Λῆμν. ’ποκόβγω Κρήτ. Κῶς Νάξ. (Φιλότ.) Σύμ. Σῦρ ’ποκόβγου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) ’πουκόβγω Μεγίστ. ’πεκόβγω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾿ποκόβgω Ρόδ. ᾽ποκόβκω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποκόπτω.

Σημασιολογία

Α) ’Ενεργ. 1) Κάμνω τινὰ νὰ ἀπομακρυνθῆ, νὰ ἀποτραπῇ γνώμης ἢ ἔργου, ἀποτρέπω, ἀποσύρω, ἀποσπῶ Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ. Ραβέν.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κέρκ. Κύπρ. Μακεδ. (Βλάστ. Σισάν.) Μῆλ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σάμ.: Ἀπόκοψα τὸ παιδὶ ἀπ’ τὸ σκολε͜ιὸ Ἤπ. Τὸν ἀπόκοψε ἀπὸ τὴ δουλε͜ιά του Κέρκ. Δὲ bόρισι νὰ τοὺν ἀποκόψ’ Μάδυτ. 'Επέκοψ’ ἀτον ἀσ’ σὸ σπίτ’ν ἐμουν (τὸν ἔκαμα νὰ μὴ συχνάζῃ εἰς τὸ σπίτι μας) Τραπ. Χαλδ. ᾽Επέκοψα τὸ παιδὶν ἀσ’ σὸ λούσιμον-ἀσ’ σὸ σκολεῖον αὐτόθ. ᾽Επέκοψα τὸν ἄντρα μ᾿ ἀσ’ σὸ κρασὶν Τραπ. ’Ατόσον λέγ’ ἀτον καὶ ’κ’, ἐπορῶ ν’ ἀποκόφτ’ ἀτον ἀσ’ σὸ ρακὶν Χαλδ. Ποῦ τοὺν χά’ς ποῦ τοὺν βρίσκεις, ’ς τοῦ δεῖνα, δὲν ἀπουκόβγουνταν ἀπικεῖ, τώρᾳ ἀπουκόφκι Σισάν. ’Ποκόβκει τον γλήορα ’ποῦ τὴν γεναῖκα Κύπρ. ᾿Εποκόφτην ταὶ ’ποῦ τὸ κρασὶν ταὶ ’ποῦ τοὺς καβενέδες αὐτόθ. Εἶναι ἀποκομμένος ἀπὸ τὴ δουλε͜ιά του Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,44 (ἔκδ. RDawkins) «ἐπάντεχεν ὁ καλὸς αὐθέντης νὰ τοῦ συντύχῃ καὶ νὰ τοὺς ἀποκόψῃ». Πβ. καὶ μεταγν. ᾿Αλκίφρ. 1,8 «ἀποκόπτειν γὰρ εἴωθεν ἡ τῶν φίλων συμβουλὴ τῆς γνώμης τὸ ἀμφίβολον». β) Ἐμποδίζω Θεσσ. (Ζαγορ.) Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.: Τοῦ ἀπόκοψε τὸ γάμο Κρήτ. Ἄ δὲ μὲ ἀκούσῃς, ἀποκόφτω νὰ πάρῃς τὴ gωπελλιˬὰ αὐτόθ. Μὶ ἀπόκουψι νὰ σ’ δώσου τὰ χρήματα Ζαγορ. || ᾌσμ. Γιˬὰ ν᾽ ἀποκόψῃς τὰ κακὰ νὰ μὴ γενοῦσι φονικὰ Λακων. Ὅλα τ᾿ ἀδέρφιˬα ἀπόκοβαν κιˬ ὁ Κώστας ἀναγκάζει Ἤπ. γ) Κωλύω, ματαιώνω τὸν γάμον τινὸς Ἤπ. (Κόνιτσ. Ραβέν.): Ὅπο͜ιος ἀποκόβει κωπέλλα κάνει τὸ μεγαλύτερο σκατοψύχι Ἤπ. || Γνωμ. Κάλλιˬα νὰ φάς ἀπὸ σκυλλὶ παρὰ ν᾿ ἀποκόψ’ς κωπέλλα ἀπὸ προξενε͜ιὰ αὐτόθ. δ) ᾿Απομακρύνω τινὰ ἀπό τινος, συνήθως ἐπὶ τῶν ἀπογαλακτιζομένων νεογνῶν Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κῶς Σάμ. Σκόπ. κ.ἀ.: ’Πεκόφτω τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ γάλα Σαρεκκλ. ᾿Απόκουψα τοὺ πιδί μ᾿ ἀπ᾽ τοὺ γάλα Σκόπ. ᾽Αποκομμένος ἀπὸ βυζὶ Ἤπ. Καὶ ἀμτβ. ἀπομακρύνομαι, ἐπὶ τῶν ἀπογαλακτιζομένων νεογνῶν Κύθν.: Τὸ γουρούνι ἀποκόβγει ἀπὸ τὴ μάννα του. ε) ᾽Απομακρύνω τὸ νεογνὸν ἀπὸ τοῦ μαστοῦ, ἀπογαλακτίζω κοιν.: ’Απόκοψα τὸ παιδί μου καὶ γιˬ’ αὐτὸ ὅλο γρινιˬάζει. Τὸ ἔχω τὸ παιδί μου ἀποκομμένο τόσον καιρὸ κοιν. ’Αποκόφτω τὰ λε͜ιανώματα Πελοπν. (Μεσσ.) Τὸ ᾿πέκοψα τὸ παιδί μ᾽ Σαρεκκλ. Θ’ ἀποκόψω τὸ δαμάλι Γαλανᾶδ. Σαγκρ. ᾽Ακόμα δυˬὸ μῆνις θὰ τοὺ β’ζάσου τοὺ γρέφιˬου κ᾽ ὕστερα θὰ τ᾿ ἀπικόψου (γρέφιˬου=βρέφος) Λῆμν. ᾽Επόκοψα τὸ παιίν μου Κάρπ. Ὕστερις ᾿πό ’ναν μῆναν ᾿εν-νὰ ᾿ποκόψω τὸ μωρόν μου Κύπρ. ᾿Εν ἀποκόβκεται εὔκολα τὸ παιὶ σὰ μιˬαλώσῃ Κάρπ. Τὸ μωρόν μου ἔν᾿ ᾿ποκομμένον Κύπρ. Συνών. ἀποβυζαίνω, ἀπογαλαχτίζω 1, ἀποκολλίζω 2, κόβω, σακάζω. Καὶ ἀμτβ. ἀπομακρύνομαι τοῦ μαστοῦ, παύω νὰ θηλάζω Κύθν. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάκων) κ.ἀ.: Καλόμαθε ᾿ς τὸ βυζὶ καὶ δὲν ἀποκόβει τώρα τὸ φηλυκὸ Λακων. Τὸ παιδί μου ἀπόκοψε Καλάβρυτ. ᾿Αποκομμένος εἶν᾿ εὐτὸς ἤ ’κόμα δὲν ἐπόκοψε; ᾽Απύρανθ. ς) Δὲν παρέχω, στερῶ Πελοπν. (Μαζαίικ) Σάμ.: ᾿Αποκόβω τὸ γάλα τῶν ἀρνιˬῶν Μαζαίικ. Τ᾿ ἀπόκουψι τοὺ γάλα Σάμ. 2) Προσδιορίζω, καθορίζω τι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κύθηρ. Κύπρ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.) Ρόδ. Χίος κ.ἀ.: Τοῦ ἀπόκοψε τὴν τιμὴ Κύθηρ. Οἱ γέροντες θ’ ἀποκόψουν τὴν τιμὴ πόσο θὰ πουλῇς τὸ κρέας Χίος Θὰ πάω ν᾿ ἀποκόψω τὴ ζημιˬὰ νὰ μοῦ τὴν πλερώσῃς ᾽Απύρανθ. Τόσ’ τ᾿ν ἀπικόψαν τὴν τιμὴ τ᾿ κθαριˬοῦ κὶ τώρᾳ δὲ μπουρεῖ κἀνένας νὰ κά’ παζάριˬα Λῆμν. Τὸ δικαστήριον ἐπέκοψεν νὰ πάρω δκυˬὸ σελίνιˬα τὴν ἡμέραν Κύπρ. Εἶντα ἀποκόψασι νὰ τοῦ πλερώσῃ γιὰ τὴ μεσοτοιχία ποῦ ’χτισε; Χίος Εἶναι ἀποκομμένο τὸ παζάρι (τιμὴ) Μάν. Ἡ σημ. καὶ ἐν ἐγγράφῳ Νάξ. τοῦ 1765 «δίνει ὁ ἀφέντης Καρατζᾶς διὰ γρόσια δέκα ὀχτὼ ὡς καθὼς τὰ ἀπόκοψεν καὶ τὰ ἐτίμησεν ὁ Σταμάτις Ρεφενές». Συνών. ξεκόβω. β) Καθορίζω τὴν τιμὴν πράγματός τινος, ἐκτιμῶ τι Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κύθηρ. Κύπρ. Λῆμν. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μῆλ. Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.) Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) Σίφν. Σῦρ. Χίος: ’Πόκοψεν τὴν μούλαν του πόσα ἀξίζει Κύπρ. Τ’ ἀποκόψανε τὸ πρᾶμα τρακόσες λίρες Σίφν. Πόσο ἀπόκοψε τὸ χωράφι; Σῦρ. Τὸ χωράφι του ἀποκόφτηκε γιˬὰ τρακόσα φράγκα Μῆλ. Τόσου τό ᾽χ᾿νι ἀπικουμμένου ἀπ᾽ τ᾿ν ἀστυνουμίγιˬα Λῆμν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,324 (ἔκδ. RDawkins) «τὰ ποῖα κάτεργα ἀποκόψαν τα καὶ ἀξάζασιν τὸ ἀσημοχρούσαφον τὸ πήρασιν δύο μιλούνια χιλιάδες γροσία τῆς Κύπρου». γ) Προσδιορίζω, ὑπολογίζω κατ’ ἀποκοπὴν τὸ ποσὸν τῆς παραγωγῆς, ἐπὶ ἀγροτικῶν προϊόντων Ἄνδρ. (Κόρθ.) Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (᾿Απύρανθ. Γαλανᾶδ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ.: ᾿Εποκόψαμε τὸ κριθάρι τρίˬα μουζούρια Κρήτ. Πάει ν᾿ ἀποκόψῃ τ᾿ ἔλα͜ιὲς Κόρθ. Πόσο τὸ ἀποκόβγεις τὸ σωρὸ τὸ γέννημα; Γαλανᾶδ. ’Αποκομμένο τό ’χω τ’ ἀbέλι πῶς θὰ κάμῃ πενήdα μίστατα-ἑκατὸ πινάκιˬα ἐλα͜ιὲς ’Απύρανθ. Τὸ σιτάρι μου ἀπόκοψον οἱ σπαῆδες ἑκατὸ κιλὰ Καλάβρυτ. ’Ποκόβκουν τὲς ἐλα͜ιὲς οἱ μεμοῦδες Κύπρ. Μέσ’ ᾽ς τὸν Νοέβριν ᾽ποκόβκονται οἱ ἐλα͜ιὲς (καθορίζεται ἡ δεκάτη) αὐτόθ. δ) Καθορίζω ποσόν τι ὡς ἀμοιβὴν ἐργασίας κττ. Λεξ. Δημητρ.: Μοῦ ἀπόκοψε χίλιˬες δραχμὲς τὸ μῆνα. ε) Προσδιορίζω, ὑπολογίζω τὸν ἀριθμὸν πλήθους τινὸς Κύπρ.: ᾎσμ. ᾿Εκάμαν τὸν λοαρκασμὸν ’τεῖνες τὲς ἑβτομάες, ταὶ ’τείνους ἀποκόψαν τους ὀγτόντα ᾿χτὼ ιλιˬάες. ς) Ὑπισχνοῦμαι καὶ καθορίζω τὰ δῶρα τὰ διδόμενα πρὸ τοῦ γάμου εἰς τοὺς γονεῖς τῆς νύμφης, ἐπὶ τοῦ γαμβροῦ Πελοπν. (Βυτίν.): ’Αποκόψανε χτὲς τὸ βράδυ καὶ θὰ γίνῃ ὁ γάμος τὴν Κυριˬακή. ζ) Συμφωνῶ τοὺς ὅρους τῆς ἐργολαβικῶς παρεχομένης ἐργασίας Πελοπν. (Λακων. Λάστ.) Πόντ (Τραπ): ᾿Αβοῦτο ἡ δουλείαν ἀποκομμένον ἔν᾿ Πόντ. 3) Λέγω τι ὁριστικῶς οἱονεὶ τερματίζων τὸ ζήτημα Πελοπν. (Μάν) κ.ἀ.: Τοῦ τ᾿ ἀπόκοψα (τοῦ τὸ εἶπα καθαρά). 4) Διακόπτω τινὰ ὁμιλοῦντα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. Μακεδ. (Κοζ.): Μὴν κρέ’ς ἰσὺ dίπ, τοὺν ἀπόκουψι ἡ ᾿ναῖκα τ᾽ Θεσσ. Σὶ ἀπουκόφτου ἀποὺ τοὺ λόγου σ᾽ Κοζ. Μὴ μ᾽ ἀπουκόβ’ς ἀπ᾿ τὴν κουβέντα! Ζαγόρ. 5) ᾿Ενεργ. καὶ μέσ. παύω νὰ γεννῶ Θεσσ. (Ζαγορ.) Στερελλ (Αἰτωλ): Γιννάει αὐτεί’ ἡ κόττα κἀμπόσουν κιρὸ κὶ ’πι’ ἀπουκόβ’ (’πι=ἔπειτα) Αἰτωλ. ’Απόκουψαν οὕλις οἱ κόττις μ᾿ αὐτόθ. ᾿Απουκόβιτι ἡ κόττα Ζαγορ. Γιννᾶνε ὅσα ἀβγὰ ἔχ’νι μέσα τ᾿ς κ᾿ ὕστιρα ἀπουκόβουντι Αἰτωλ. 6) Κόπτω ἐντελῶς, τελειώνω τὸ κόψιμο πολλαχ.: ᾿Εγὼ τὸ ἀπόκοψα τὸ δέντρο Πελοπν. (᾽Αρκαδ.) ᾿Επῆγα ’γὼ ταὶ ᾽πόκοψα τὸ μισοκολ-λημένον κλῶνον Κύπρ. Δὲν ἀπουκόψαμι τὰ σταφύλια Σάμ. Μιˬὰ τσικουρεˬὰ ἀκόμα κὶ τ᾽ ἀπουκόψαμι Μακεδ. Β) Μέσ. 1) ᾿Αποσπῶμαι, ἀποχωρίζομαι Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.): Φρ. ᾿Επεκόπεν ἀτεν τὸ παιδὶν (τῆς ἀπεκόπη τὸ παιδί, δηλ. ὑπέστη ἔκτρωσιν, ἀπέβαλε) Τραπ. Χαλδ. Καὶ χωρὶς ὑποκείμενον: ᾿Αποκόφκεταί με (ἀποβάλλω) Ὄφ. Ἡ γυναῖκα ἐσπαράε κ᾿ ἐπεκόπεν ἀτενα αὐτόθ. β) Πάσχω ἔκτρωσιν, ἀποβάλλω Θρᾴκ. (Καλόδ. Σαρεκκλ.): ᾽Αποκόπ’κα ἕν’ ἀγορά’ Καλόδ. Ἡ δεῖνα ᾽πεκόπ'κε Σαρεκκλ. 2) Παύω νὰ μεταβαίνω, νὰ συχνάζω κἄπου Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὁ δεῖνα ἐπεκόπεν ἀσ’ σ᾿ ὁσπίτ’ν ἐμουν -ἀσ’ σ᾽ ἐμέτερα (ἀπὸ τὸ σπίτι μας-ἀπὸ τὰ δικά μας) Χαλδ. Εἶπες εἶπες, ἐποίκες ἀτον κ’ ἐπεκόπεν ἀσ’ ἐμᾶς αὐτόθ. Τὸ παιδὶν ἐπεκόπεν ἀσ’ σὸ σκολεῖον αὐτόθ. 3) Καταντῶ, ἀποβαίνω Σαμοθρ.: Τίτου τοὺ πιδὶ μᾶς ᾽πικόπ᾿κι γένας χαγί’ς ἀπ᾿ δὲ bουλιˬῶ νὰ σὶ πῶ! (χαγίν’ς=ὀκνηρός). Μετοχ. καταβεβλημένος, ἀποκαμωμένος Κάρπ. Λέσβ.: Μάτιˬα ἀπουκουμμένα Λέσβ. || ᾎσμ. Καὶ μπαινοβγαίνει ἡ μάννα της μὲ τὰ κλαμένα μάdιˬα μ᾿ ἀπουκουμμένα ᾿όνατα καὶ μὲ καμένα χείλη (᾽όνατα=γόνατα) Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/