ἀποφλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφλῶ ἀμάρτ. ’ποφλῶ Κρήτ. Ρόδ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀποφλῶ.

Σημασιολογία

1)Κάμνω τινὰ νὰ χάσῃ ἐν παιγνιδίῳ κερδίζων πάντα τὰ παιζόμενα Ρόδ.: Ἐπώφλησά τους οὕλdους. 2)Ἐξολοθρεύω, καταστρέψω τελείως Κρήτ. Ρόδ.: Ἐbήκανε τὰ ὀζά dου ’ς τὸ gῆπο κ’ ἐπωφλήσασί μας τονε Κρήτ. Πῆγε ὁ κάττης κ’ ἐπώφλησέ μου τὸ τυρὶ αὐτόθ. Ἐπώφλησέν τα πλεˬὸ τὰ κακόμοιρα τὰ πράματα ἡ ἀλαποῦ (πράματα=πρόβατα) Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/