ἀποκοίλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκοίλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκοίλι τό, Κάρπ. Σύμ. κ.ἀ. ἀπουκοίλιν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀπουκοί' Ἴμβρ. ἀπουτσοί’ Λέσβ. ᾽ποκοίλιν Χίος ᾽ποκοίλι ᾽Αμοργ. Ἤπ. Θήρ. Κύθηρ. Κύπρ. Νίσυρ. Ρόδ κ.ἀ. ’ποτσοίλιν Μεγίστ. ’ποτοίλιν Κύπρ. ᾽ποτσοίλι ᾽Αμοργ. Μεγίστ. κ.ἀ. ᾽πικοίλι Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ὑποκοίλιον.
Σημασιολογία
1) Ὑπογάστριον ἔνθ' ἀν.: Τ᾿ ἀποκοίλιν μου μὲ πονεῖ Σύμ. ᾿Πουκάτου ᾿ς τὸ ᾿ποτοίλιν της Κύπρ. || ᾎσμ. Μουσκοκάρυδον ἀφ-φάλιν ταὶ ᾽ποτοίλιν σὰν κρυστάλ-λιν Κύπρ. Συνών. ἀποκούζιν 2) Τὸ προέχον ἐκ τοῦ πάχους ὑπογάστριον Ἤπ. Κύθηρ. Κύπρ. Σύμ. κ.ἀ. ’Εκατέβασεν ᾽ποτοίλιν Κύπρ. ᾽Αποκοίλιˬα ποῦ τά ’χει! Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA