ἀποκοκκινίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκοκκινίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκοκκινίζω Κρήτ. Πόντ. (Χαλδ).

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κοκκινίζω.

Σημασιολογία

1) ᾽Αποβάλλω τὸ ἐρυθρὸν χρῶμα, χάνω τὴν κοκκινάδα μου ἔνθ' ἀν.: ᾿Ασ’ σὴν ἐντροπήν ἀτ᾽ τὸ πολλὰ ἐκοκκίντσεν κ᾿ ἐπεκοκκίντσεν Χαλδ. Συνών. ἀποκοκκινζω. 2) Κοκκινίζω πολύ, ἐρυθριῶ ὑπ’ αἰδοῦς ἢ ἄλλης αἰτίας Κρήτ.: ᾎσμ. Ὅdε bερνᾷς μὴ dραγουδῇς κ᾿ ἡ μάννα μου μανίζει, γιˬατ᾿ ἀποκοκκινίζω ᾽γὼ κ’ ἐκείνη μὲ γνωρίζει. Συνών. κατακοκκινίζω, ξεροκοκκινίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/