ἀποκόλλισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκόλλισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκόλλισμα τό, Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀποκόλλισμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀποκόλλιγμαν Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκολλίζω.
Σημασιολογία
Ἀπογαλακτισμὸς βρέφους ἔνθ’ ἀν.: Τῆ παιδί’ τ’ ἀποκόλλιγμαν Χαλδ. Συνών. ἀπόκομμα 3, ἀποκομμὸς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA