ἀποφόρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφόρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποφόρι τό, κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. ἀπουφόρ’ βόρ. ἰδιώμ. ’ποφόριν Κύπρ. ’ποφόρι Ἰων. (Κρήν.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Ρόδ. ’πιφόρ’ Ἴμβρ. ἀπόφορο Ἤπ.-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. ἀποφορῶ. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 578 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)
Σημασιολογία
1)Ἀποφόρεμα, ὃ ἰδ., κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ.: Τ’ ἀποφόριˬα μου τά ’δωσα ’ς τοὺς φτωχούς. Ὅλο ἀποφόριˬα μοῦ δίνουν νὰ φορῶ. Ἔχω κἄτι ἀποφόριˬα νὰ πουλήσω ’ς τοὺς Ἑβραίους. Γιˬὰ ἐλεημοσύνη τοῦ ’δωσε τ’ ἀποφόριˬα του κοιν. || ᾎσμ. Αὐτὴ ροῦχα παλαι͜ὰ φορεῖ, τῆς δούλας ἀποφόριˬα Ρόδ. Ἡ σημ. ἐπιθετικῶς καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «ὥρισ’ ὁ ρῆγας τὸ ζιμιὸ κάνει καὶ φέρνουσίν του | ροῦχ’ ἀποφόρια καὶ παλαιὰ καὶ ντύνει τὸ παιδίν του». 2)Τὰ φορέματα τὰ ὁποῖα ἀποδύεταί τις διὰ νὰ πλυθοῦν Ἰων. (Κρήν.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόγδυμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA