ἀποφορίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφορίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφορίζω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. φορίζω.

Σημασιολογία

1)Ἀφαιρῶ τὰ φορέματά τινος, ἰδίᾳ παιδίου ἔνθ’ ἀν.: Ἀποφόρτσον τὸ μωρὸν Χαλδ. 2)Ἀφαιρῶ τὸ περικάλυμμα προσκεφαλαίου, στρώματος, ἐφαπλώματος κττ. ἔνθ’ ἀν.: Θ’ ἀποφορίζω τὰ μαξιλλάρ Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/