ἀποφόρτωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφόρτωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποφόρτωμα τό, Λεξ. Μπριγκ. ἀποφόρτωμαν Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποφορτώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοῦ φορτίου Πόντ.-Λεξ. Μπριγκ. Συνών. ξεφόρτωμα. 2)Ἀνακούφισις ψυχικὴ Πόντ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/