ἀποκολώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκολώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκολώνω (ΙΙ) Ἤπ. Κρήτ. κ.ἀ. ἀποκολώνου Μύκ. ᾿ποκολώνου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) ἀποκοούνου Τσακων. Μετοχ ἀποκολωμένος ᾽Ιόνιοι Νῆσ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπόκολα.
Σημασιολογία
1) Λαμβάνω θέσιν ὥστε νὰ ἔχω τινὰ ὄπισθέν μου, στρέφω τὰ νῶτα πρός τινα, συνήθως πρὸς περιφρόνησιν Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) Γιˬατί μὲ ᾿ποκολώνεις; Κονίστρ. Δὲν κάμνει νὰ ᾿ποκολώνῃς τοὶς εἰκόνες αὐτόθ. Ζεστάθητσες τσαὶ ’ποκόλωτσες ἐτσιδὰ τὴ φωτία Αὐλωνάρ. || Φρ. Παίρνω τὴν ἀποκολωμένη μου (λαμβάνω ἀρνητικὴν ἀπάντησιν, ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ μου) ᾿Ιόνιοι Νῆσ. Συνών. πισωκολιˬάζω. 2) Ἀμτβ. κάμπτων ὄπισθεν ὑψηλοῦ τόπου ἣ οἰκοδομήματος ἐξαφανίζομαι Κρήτ. Μύκ. Τσακων.: ᾿Αποκολώσανε τὰ ὀζὰ Κρήτ. ᾿Επαδὰ νὰ στέκῃς ἴσαμε ν᾽ ἀποκολώσω, γιˬατὶ φοβοῦμαι αὐτόθ. Νὰ τσῆ λέῃς λόγιˬα λόγιˬα ν᾿ ἀποκολώσωμε μὴ μᾶσε φτάξῃ αὐτόθ. Δὲ bιστεύω γιˬὰ νὰ τόνε φτάξῃς, γιˬατὶ τὸν εἶδα κ᾽ ἐποκόλωνε ᾿ς τὸ βουνὸ αὐτόθ. Μετοχ. τ᾽ ἀποκολωμένα οὐσ., ὁ μακρὰν κείμενος τόπος Κρήτ.: ᾎσμ. Μακρεˬά σου μ’ ἐξωρίσανε καὶ ᾽ς ἀποκολωμένα. β) Φεύγω, στρέφω τὰ νῶτα, ὀπισθοχωρῶ Κρήτ.: ᾿Αποκόλωσε 'κεῖνος κιˬόλα. γ) Εἶμαι ὄπισθέν τινος, δὲν εἶμαι ὁρατὸς Μύκ: ᾽Αποκολών᾿ ὀπίσω ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ἡ Δῆλο. 3) ’Εγκαθίσταμαί που Ἤπ.: Πῆγα σὲ πολλὰ μέρη, ἀλλὰ ἦρτα κιˬ ἀποκόλωσα ἐδῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA