ἀπόφωνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόφωνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόφωνο τό, Ἤπ. Πελοπν. (Βαμβακ. Κόκκιν. Λακων. Λεβέτσ. Λεντεκ. Λεῦκτρ. Μάν. Οἰν. Παπούλ. Πυλ. κ.ἀ.) Ρόδ.-ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,224 ΑΚαρκαβίτσ. Λόγ. πλώρ. 18 ΚΧατζοπ. Πύργ. Ἀκροπότ. 15-Λεξ. Δημητρ. ἀπόφουνου Θεσσ. (Ζαγορ.) Σκόπ. ’πόφωνο Εὔβ. (Κύμ.) ἀπόφωνος ὁ, Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Κρεμμ. Παπούλ.) ἀπόφουνους Σάμ. ἀπόφωνε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. φωνή.
Σημασιολογία
1)᾿Ηχώ, ἀντήχησις, ἀντίλαλος Εὔβ. (Κύμ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Βαμβακ. Κόκκιν. Κρεμμ. Λεβέτσ. Λεντεκ. Οἰν. Παπούλ. Πυλ. κ.ἀ.) Σάμ. Σκόπ. Τσακων. κ.ἀ.: Τ’ ἀπόφωνο τοῦ ντουφεκιˬοῦ Λεντεκ. Φώναξι μέσα ’ς αὐτὸ τοὺ ρέμα νὰ ἰδῇς τί ἀπόφουνου κάνει Σκόπ. Ἄκ’γα τ’ ἀπόφουνου κὶ θάρουσα πῶς ἤτανι κἀνεὶς κὶ μὶ κουρόιˬδιβι αὐτόθ. Κ’ ἡ λαλιˬά της σὰ νὰ βρίσκῃ ’ς τὸ πλευρό του ἕν’ ἀπόφωνο ἀπὸ τὸν παλα͜ιὸν ἀχό της ΚΧατζόπ. ἔνθ’ ἀν. Τὰ λόγιˬα τῆς γραφῆς μοῦ φάνηκαν ἀπόφωνο ’ς τὰ λόγιˬα τοῦ πατέρα μου ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀντιλάλημα 1, ἀντιλαλιˬὰ 1, ἀντίλαλος, ἀντίφωνη, ἀντίφωνο. β)Μακρινὸς μὴ εὐκρινὴς ἦχος φωνῆς, ἰδίως κατὰ τὴν νύκτα Λεξ. Δημητρ. 2)Ὀδυρμός, γογγυσμὸς Ἤπ. Πελοπν. (Λακων. Λεῦκτρ. Μάν. κ.ἀ.)-ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἀπόφωνο του ἀκούετου ἀπὸ πολὺ μακρεˬὰ Μάν. Ἀκουότανε τὸ ἀπόφωνο τοῦ δεῖνα ἀπὸ τὸ δεῖνα μέρος Λεῦκτρ. || Ποίημ. Κἀνείς μας δὲν ἀκούει τοῦ γείτονα τ’ ἀπόφωνα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 3)Ἀγρία φωνὴ Ρόδ.: Τὰ ’πόφωνά του ἐβgαίν-ναν. Συνών. ἀγριοφωνάρα, ἀγριοφωνή. 4)Μεταφ. προαίσθημα δυσάρεστον: ᾎσμ. Ἀπόφωνό ’χα ἡ ἄραχλη, γιˬόκα, πῶς θὰ σὲ χάσω (ἐκ μοιρολ.) ἀγν. τόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA