ἀποφούρνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφούρνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποφούρνι τό, Ἤπ. Νάξ. ἀποφούρι Νάξ. ἀπόφουρνο Κύθν.-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. φουρνὶν<φοῦρνος.
Σημασιολογία
Ἡ μετὰ τὸ ξεφούρνισμα κατάστασις τοῦ φούρνου διατηροῦντος ἀκόμη θερμότητά τινα ἔνθ’ ἀν.: Βάλε ’ς τ’ ἀπόφουρνο τὰ βρεμένα σκουτιˬὰ νὰ στεγνώσουν Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA