ἀπόφωτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόφωτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόφωτο τό, Ἤπ.-ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2, 73 ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 53 ΓἘπαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1, 236.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. φῶς.
Σημασιολογία
Τὸ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου φῶς, τὸ λυκόφως ἔνθ’ ἀν.: Μὲ τὸ τελευταῖο ἀπόφωτο τῆς μέρας ἔσβησαν καὶ τῶν κουδουνιˬῶν οἱ ἦχοι ΓἘπαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Τὰ ’σπερινὰ τ’ ἀπόφωτα ’ς τὸ βάθο ἀσπρολογοῦσαν ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Κιˬ ὅσο βραδυˬάζει ’ς τοὶς κορφὲς τ’ ἀπόφωτο λιγώνει ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA