ἀποφουρνίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφουρνίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφουρνίζω σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. φουρνίζω.

Σημασιολογία

Ἀποπερατῶ τὸ φούρνισμα σύνηθ.: Ἀκόμα δὲν ἀποφούρνισα τὰ ψωμιˬὰ. Ὅταν ἀποφουρνίσω τὸ ψωμί, θὰ βάλω μπροστὰ τὸ παξιμάδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/