ἀποφρουντούλισμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφρουντούλισμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποφρουντούλισμαν τό, Πόντ. ἀποφρουντούλιγμαν Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποφρουντουλίζω.
Σημασιολογία
1)Ἡ τελεία ἀπόσπασις τῶν καρπῶν ἢ φύλλων δένδρου ἢ πετάλων ἄνθους. 2)Συνεκδ. φθορά, κατατριβὴ κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA