ἀστερωπὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστερωπὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστερωπὸς ἐπίθ. Κῶς - ΦΠανᾶ Λυρικ. 274.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπιθ. ἀστερωπός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ἄστρον εἰς τὸ μέτωπον, ἐπὶ νεογεννήτυυ βρέφους (ἡ σημ. ἐν παραμυθ.) Κῶς. 2) Ὁ ἔναστρος, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ ΦΠανᾶς ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Κι ἀπ’ τῆς Σόφιας τὸν πλατὺ κι ἀστερωπὸν αἰθέρα κόσμους γεννάει ἀγνώριστους καὶ βλέπ’ ἡ ἄλλη μέρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA