ἀποφράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφράζω Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Σέριφ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. φράζω. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀποφράσσω=ἀποκλείω.
Σημασιολογία
1)Τελειώνω τὸ φράξιμον Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων.): Εἶδα κ’ ἔπαθα ὥσπου ν’ ἀποφράξω τὸν κῆπο μας Λακων. 2)Ἀφαιρῶ τὸν φράκτην, διαλύω τὸν φραγμὸν ἢ πλέγμα τι Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Σέριφ. κ.ἀ.: Ὀδντο ἀποφράζεις τὸ τεπὶ (διατί κτλ. τεπὶ=κῆπος) Ὄφ. Ἐπεφράε τὸ φραγάδ’ (διελύθη ὁ φράκτης) αὐτόθ. Συνών. ξεφράζω. β)Διασπῶ, διαρρηγνύω Πόντ. (Ὄφ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔσυρεν κ’ ἐπέφραξεν τὴν πόρταν Χαλδ. Σύρω κιˬ ἀποφράζω τὸ στόμα σ’! (ἀπειλὴ) αὐτόθ. 3)Φθείρω, καταστρέψω Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀποφράζω τὸν τοῖχο-τὰ ροῦχα-τὰ σάρκες-τὰ χαρτία Οἰν. Ἀκόμαν ἕναν ἑβδομάδαν ἔν’ τὸ πάει ὁ παιδᾶς ’ς σ’ ὀσχόλειον κ’ ἐπέφραξεν τὸ χαρτίν ἀτ’ Χαλδ. Ἕναν ζευγάρ’ ὀρτάρ εἶεν κ’ ἐκεῖνα πα ἐπέφραξεν ἀτα (ὀρτάρ= κάλτσες) Χαλδ. Ἡ κασσέλλα μου ἐποφράγε Οἰν. Ἀποφράζω τὰ λώματά μ’ (ἐνδύματά μου) Κερασ. || Φρ. μεταφ. Ἀσ’ σὴν χολήν ἀτου νὰ ἐποφράγουτουν (ἐκ τῆς ὀργῆς του ἤθελε διαρραγῆ) Οἰν. Ἐκούϊξα ἐκούϊξα, ἐπεφράγα (ἐκ τῆς πολλῆς καὶ συχνῆς κραυγῆς διερράγην) Χαλδ. Ἐγέλασαμε ἐγέλασαμε, ἐπεφράγαμε (ἀπὸ τὰ πολλὰ γέλια ἐσκάσαμε) αὐτόθ. Ἀσ’ σὸ πολλὰ τὸ φαεῖν καὶ ποτὴν θ’ ἀποφράεσαι (ἐκ τοῦ ὑπερβολικοῦ φαγητοῦ καὶ ποτοῦ θὰ διαρραγῇς) Χαλδ. Ν’ ἀποφράεσαι! (ἐπὶ τοῦ ἀκορέστως ἐσθίοντος ἢ πίνοντας, ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ συνεχῶς φωνάζοντος ἢ ἀποπατοῦντος. Ἀρὰ) Πόντ. Πβ. τὴν ἀρχ. φρ. «διαρραγείης!»
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA