ἀπόκοντος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόκοντος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόκοντος ἐπίθ. 'Αθῆν. Ἤπ. Κύθν. Πελοπν. (Σουδεν.) Σίφν. κ.ἀ. ἀπόκοdος Κρήτ. ἀπόκουντους Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾽πόκουντους Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. κοντός. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Γ 1758 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «μὰ θλιφτικὰ πολλὰ παλαιὰ κι ἀπόκοντ’ ὡς τὴ μέση» (ἐνν. φορέματα).
Σημασιολογία
1) ᾽Αρκετὰ κοντὸς Εὔβ. (Στρόπον.) Κρήτ. Κύθν. Πελοπν. (Σουδεν.) Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔμ’κι ἀπόκουντους (ἔμ’κι=ἔμεινε) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿Απόκουντου μ᾿λάρ᾿ αὐτόθ. Καλὴ εἶνι ἡ κακουμοῖρα, μ᾿ ἔρχιτι ᾽τσιδὰ ᾽πόκουντη Στρόπον. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών ἀνάκοντος, κοντοστούμπης, κοντούλλης, κοντούτσικος. 2) Ὁ πολὺ κοντός, βραχύσωμος ᾿Αθῆν. Ἤπ. κ.ἀ.: Ἄσμ. Πᾶρ’ τη, μωρὲ ἀπόκοντε, καὶ προκοπὴ μὴ γένῃ Ἤπ. ᾽Ενέ, κοντὲ κιˬ ἀπόκοντε κιˬ ἀνήλικε καὶ μαῦρε (ἐνὲ=ἔ) ᾽Αθῆν. Ἕνας κοντὸς κιˬ ἀπόκοντος πὄχ’ ὄμορφη γυναῖκα, τὸνε ζηλεύ’ ἡ γειτονιά, τὸνε ζηλεύ’ ἡ χώρα ἀγν. τόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA