ἀποκοντυλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκοντυλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκοντυλιˬάζω Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποκόντυλο.
Σημασιολογία
᾽Αποπνίγομαι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ πνιγμοῦ κατὰ τὸ φαγητόν: Δῶσ’ μου νερό, γιˬατὶ ἀποκοντύλιˬασα. Συνών. ἀποκομπιˬάζω, ἀποστέκω, κομπιˬάζω, πνίγομαι (ἰδ. πνίγω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA