ἀποφρικιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφρικιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφρικιˬάζω ἀμάρτ. ’πεφρικιˬάζω Θρᾴκ. (Σκοπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. φρικιˬάζω.
Σημασιολογία
Περιχέω διὰ ζέοντος ὕδατος: Ὁ παππᾶς ἅμα τὸν γεῖδε πιˬά’ τὸ καζά’ ’πὲ τὸ βραστερὸ τὸ νερὸ καὶ τὸν ’πεφρικιˬάζ’ (ἐκ παραμυθ.) Συνών. ζεματίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA