ἀποφριματῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφριματῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφριματῶ Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. φριματῶ. Τύπ. ἀφριματῶ παρὰ Φωσκόλ. Φορτουν. πρᾶξ. Δ στ. 475.

Σημασιολογία

Ἀγριεύω καὶ ἀπειλῶ ὑπόκωφα μέσα ἀπὸ τὰ δόντια: Ὡστὸ νὰ μᾶσε δῇ ’κείνη, ἤρχιξε ν’ ἀποφριματᾷ. ᾿Εποφριμάτανε ’κείνη, μὰ ’γὼ δὲ dὴ φοβήθηκα. Συνών. *ἀποβριμοῦμαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/