ἀποφροκαλίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφροκαλίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποφροκαλίδι τό, Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀποφροκαλίδ’ Σκῦρ. ’ποφρουκαλίδιν Κύπρ. ’ποφρουκάλιδον Κύπρ. ’ποβρουκάλιον Κύπρ. ’ποφουρκάλιδον Κύπρ. ’ποφουρκάλιον Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. φροκαλίδι. Τύπ. ἀποφρουκαλίδι παρὰ Μεουρσ.
Σημασιολογία
Συνήθως πληθ., τὰ διὰ τοῦ σαρώθρου συναγόμενα καὶ ἀπορριπτόμενα, ἀπορρίμματα ἔνθ’ ἀν.: Σήκωσ’ τ’ ἀποφουρκάλια ’ποδὰ χαμαὶ Κύπρ. || Φρ. Τὸν ἔκαμε ἀποφροκαλίδ’ (τὸν ἐξηυτέλισε τελείως. Συνών. φρ. τὸν ἔκαμε σκουπίδι) Σκῦρ. || ᾎσμ. Οὔλα τὸ ’ποφουρκάλιδον ἔδωκές με τ’ ἀνέμου (οὔλα=ὥσπερ) Κύπρ. Συνών. ἀποσάριδο, ἀποσάρωμα 2, ἀποσκούπιδο, σαρίδι, σκουπίδι, φροκαλίδι, φρόκαλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA