ἀποφτύζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφτύζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφτύζω Πόντ. ἀποφτύω Πόντ. (Τραπ.) ἀποφτύζω Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.) Παθ. ἀποφτύγουμαι Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποπτύσσω=ἀναπτύσσω, ἀνοίγω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 273.
Σημασιολογία
Ἀποξαίνω, ἀναλύω ὕφασμά τι ἐκβάλλων τὰ νήματα αὐτοῦ. Συνών. ξεφτύζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA