ἀποφυγὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφυγὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποφυγὴ ἡ, ἀμάρτ. ἀποφ’γὴ Σκῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. φυγή. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀποφυγὴ=τόπος καταφυγῆς.

Σημασιολογία

1)Ἄκρα: Πιˬάσ’ τὸ παιδὶ καὶ εἶναι ’ς τὴν ἀποφ’γὴ τῆς σκάλας καὶ θὰ πέσ’. ’Τσεῖνες ὁ στσῖνες ποῦ ’ναι ’ς τ’ν ἀποφ’γὴ θέλει ξεκουρβούλωμα (στσῖνες=σχῖνος). 2)Ὄχθη: Καθόντανε ’ς τ’ν ἀποφ’γὴ τ’ ποταμοῦ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/