ἀποκοπάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκοπάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικο
Τυπολογία
ἀποκοπάρις ὁ, Ἤπ. Πελοπν. (Καρδαμ.) ἀποκοπάρος Ἤπ. (Πρέβ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποκοπὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρις.
Σημασιολογία
1) Πραγματογνώμων, ἐκτιμητὴς ἀγροζημιῶν Ἤπ (Πρέβ. κ.ἀ.) Συνών. ἀποκοπιˬάρις, ἀποκοφτής. ΙΙ) Ὁ μεθ’ οὗ ἔχει τις τακτικὰς δοσοληψίας, οἷον ἐπὶ τῶν ὠνίων καὶ ὁ ἀγοράζων καὶ ὁ πωλῶν Πελοπν. (Καρδαμ.): Τὸν ἔχω ἀποκοπάρι (ψωνίζω τακτικὰ ἀπὸ αὐτόν). β) Τακτικὸς πελάτης τοῦ μυλῶνος Πελοπν. (Καρδαμ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπαλεστής.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA