ἀποφυλλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφυλλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφυλλίζω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀποφυλλίζω.

Σημασιολογία

1)Ἀποσπῶ τὰ φύλλα δένδρου ἢ φυτοῦ ἔνθ’ ἀν.: Ἀποφυλλίζω τὸ δεντρὸν Τραπ. Ἀποφύλτσον τὸ τραντάφυλλον Χαλδ. 'Επεφυλλίγανε τὰ δεντρὰ Ὄφ. Συνών. μαδῶ. 2)Ἀποσπῶ, διαλύω τὰ φύλλα βιβλίου ἔνθ’ ἀν.: Τὸ παιδὶν ἐπεφύλτσεν τὸ χαρτίν ἀθες Χαλδ. ᾿Επεφυλλίεν τὸ βαγγέλον (εὐαγγέλιον) αὐτόθ. Συνών. ξεφυλλίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/