ἀπόκοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόκοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπόκοπος ὁ, ΑΠαπαδιαμ. Χριστουγενν. διηγ. 80
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπόκοπος: ἀποκεκομμένος, ἀπόκρημνος, ἐκτομίας. ᾿Ανόητος, ἄφρων:
Σημασιολογία
Μυˬαλὸ δὲν ἔχουν αὐτὸς οὑ κόσμος . . . τώρᾳ οἱ ἄνθρωποι γενήκαν ἀπόκοποι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA