ἀποπλυδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποπλυδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποπλυδάκι τό, Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποπλύδι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άκι.

Σημασιολογία

'Αποπλύδι 2, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Βάλε με φαμεγιˬούρικο τὰ πόδια σου νὰ πλύνω, μὰ ’γὼ γιˬὰ τὸ χατίρι σου τ’ ἀποπλυδάκι πίνω (φαμεγιˬούρικος = ὑπηρέτης).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/